μεμονωμένως
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
English (LSJ)
Adv., (μονόω)
A singly, v.l. in Corn.ND14.
German (Pape)
[Seite 129] adv. zu part. perf. pass. von μονόω, vereinzelt, einsam, Cornut. 16.
Greek (Liddell-Scott)
μεμονωμένως: ἐπίρρ. (μονόω) μόνος, κατὰ μόνας, Κορνοῦτ. περὶ Θεῶν Φύσ. 16 (14).
Greek Monolingual
και μεμονωμένα (Α μεμονωμένως)
επίρρ. χωριστά, κατ' ιδίαν, απομονωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμονωμένος, μτχ. μεσ. παρακμ. του ρ. μονῶ].