νυγματώδης

From LSJ
Revision as of 17:41, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυγμᾰτώδης Medium diacritics: νυγματώδης Low diacritics: νυγματώδης Capitals: ΝΥΓΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: nygmatṓdēs Transliteration B: nygmatōdēs Transliteration C: nygmatodis Beta Code: nugmatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A punctuated, of heart-beats, Arist.Pr.947b31.    2 pricking, πόνος Archig. ap. Gal.8.92, cf. Aret.SA1.10. Adv. νυγ-δῶς Gal.19.7.

Greek (Liddell-Scott)

νῠγματώδης: -ες, κεντητικός, Ἀριστ. Πρβλ. 27. 3, 3. Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην. τ. 19, σ. 7, 10.

Greek Monolingual

νυγματώδης, -ῶδες (Α) νύγμα
1. αυτός που μοιάζει με νύγμα («ἡ τῆς καρδίας πήδησις πυκνὴ καὶ νυγματώδης», Αριστοτ.)
2. αυτός που προκαλεί νυγμό, που κεντά, που τσιμπά ή αυτός που εκδηλώνεται με τσίμπημα, με κέντρισμα («νυγματώδης πόνος»).
επίρρ...
νυγματωδῶς (Α)
με νυγματώδη τρόπο, με νυγμούς, με τσιμπήματα.

Russian (Dvoretsky)

νυγμᾰτώδης: колющий: ἡ τῆς καρδίας πήδησις ν. Arst. учащенный пульс.