τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
Full diacritics: πᾰλαίωμα | Medium diacritics: παλαίωμα | Low diacritics: παλαίωμα | Capitals: ΠΑΛΑΙΩΜΑ |
Transliteration A: palaíōma | Transliteration B: palaiōma | Transliteration C: palaioma | Beta Code: palai/wma |
ατος, τό,
A antiquity, in pl., LXX Jb.36.28, al.
[Seite 446] τό, das Altgemachte, das Alterthum, LXX.
πᾰλαίωμα: τό, τὸ γενόμενον παλαιόν, ἀρχαιότης, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛϚ΄, 28).
παλαίωμα, τὸ (Α) παλαιώ
η αρχαιότητα.