περαίας
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
ου, ὁ, a kind of
A mullet (κεστρεύς) found beyond, i. e. at a distance from, the bank, opp. πρόσγειος, Arist.HA591a23.
German (Pape)
[Seite 562] ὁ, eine Art des Fisches κεστρεύς, mugil, Arist. H. A. 8, 2, eigtl. der sich jenseits des Ufers, fern vom Ufer aufhält, Ggstz πρόσγειος.
Greek (Liddell-Scott)
περαίας: -ου, ὁ, εἶδος κεστρέως, ὁ εὑρισκόμενος πέρα, δηλ. μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρόσγειος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 26.
Greek Monolingual
-ου, ὁ, Α
είδος του ψαριού κεστρεύς το οποίο ζει πέρα από την ακτή, δηλαδή στα βαθιά νερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περαῖος + κατάλ. -ας].
Russian (Dvoretsky)
περαίας: ου ὁ кефаль Arst.