περίσυρμα
From LSJ
Full diacritics: περίσυρμα | Medium diacritics: περίσυρμα | Low diacritics: περίσυρμα | Capitals: ΠΕΡΙΣΥΡΜΑ |
Transliteration A: perísyrma | Transliteration B: perisyrma | Transliteration C: perisyrma | Beta Code: peri/surma |
ατος, τό, (
A περισύρω 1.2) mockery, Eust.1816.45.
[Seite 595] τό, Verspottung, Eust.
περίσυρμα: τό, (περισύρω ΙΙ) τὸ διασύρειν, Εὐστ. 1816, 45.
-ύρματος, τὸ, Μ περισύρω
διασυρμός, χλευασμός, περιγέλασμα.