τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
Full diacritics: πετηλίς | Medium diacritics: πετηλίς | Low diacritics: πετηλίς | Capitals: ΠΕΤΗΛΙΣ |
Transliteration A: petēlís | Transliteration B: petēlis | Transliteration C: petilis | Beta Code: pethli/s |
ίδος, ἡ,
A locust, Hsch. πέτηλον, τό, v. πέτᾰλον.
πετηλίς: -ίδος· «ἀκρὶς» Ἡσύχ.
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ακρίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η σύνδεση της λ. με το πετάννυμι ή το πέτομαι (πρβλ. και πετηνίς)].