πιθήκιον

From LSJ
Revision as of 18:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθήκιον Medium diacritics: πιθήκιον Low diacritics: πιθήκιον Capitals: ΠΙΘΗΚΙΟΝ
Transliteration A: pithḗkion Transliteration B: pithēkion Transliteration C: pithikion Beta Code: piqh/kion

English (LSJ)

τό, Dim. of πίθηκος, Lat.

   A pithecium Plaut.Mil.989.    II weight hung between two ships coupled for carrying engines of war, Ath.Mech.32.11.    III = ἀντίρρινον, Ps.-Apul.Herb.86.

Greek (Liddell-Scott)

πιθήκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πίθηκος, pithecium παρὰ τῷ Πλαύτῳ. ΙΙ. εἶδος μηχανῆς, Ἀρχ. Μαθ. 9.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ πίθηκος
(υποκορ. του πίθηκος) μικρός πίθηκος, πιθηκάκι, μαϊμουδίτσα
νεοελλ.
ζωολ. γένος πλατύρρινων νυκτόβιων πιθήκων της Νότιας Αμερικής με μικρό, συμμαζεμένο σώμα και θυσανωτή ουρά
αρχ.
1. βάθρο που στηριζόταν σε δύο πλοία και πάνω στο οποίο τοποθετούσαν βαριές πολεμικές μηχανές για μεταφορά
2. το φυτό αντίρρινον.