πλινθουλκός

From LSJ
Revision as of 18:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθουλκός Medium diacritics: πλινθουλκός Low diacritics: πλινθουλκός Capitals: ΠΛΙΝΘΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: plinthoulkós Transliteration B: plinthoulkos Transliteration C: plinthoulkos Beta Code: plinqoulko/s

English (LSJ)

ὁ,

   A brickmaker, PCair.Zen.176.22 (pl., iii B.C.), Poll.7.163, etc.

German (Pape)

[Seite 637] Ziegel streichend, Poll. 7, 163.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθουλκός: ὁ, (ἕλκω) ὁ ἕλκων, κόπτων πλίνθους, πλινθουργός, Πολυδ. Ζϳ, 163· -ουλκέω, αὐτόθι.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. λιθ-ουλκός, ξιφ-ουλκός].