προμετρητής

From LSJ
Revision as of 19:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμετρητής Medium diacritics: προμετρητής Low diacritics: προμετρητής Capitals: ΠΡΟΜΕΤΡΗΤΗΣ
Transliteration A: prometrētḗs Transliteration B: prometrētēs Transliteration C: prometritis Beta Code: prometrhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, a servant of the μετρονόμοι, IG22.1672.291, Hyp.Fr.191, Din.Fr.16.4; =

   A mensor, Gloss.

German (Pape)

[Seite 734] ὁ, Vormesser, Unterbeamter der μετρονόμοι, Harpocr. aus Hyperid. u. Din.; vgl. B. A. 290.

Greek (Liddell-Scott)

προμετρητής: ὁ, «ὁ τοὺς πιπρασκομένους πυροὺς ἐν τῇ ἀγορᾷ καὶ τῶν ἄλλων σπερμάτων ἕκαστον διαμετρῶν, καὶ ὁ τούτου τοῦ ἔργου μισθὸν λαμβάνων, προμετρητὴς ἐκαλεῖτο» Σουΐδ. ἐν λ., πρβλ. Ἁρποκρ. καὶ Φώτ. ἐν λ., Λεξικ. Ρητ. σ. 290 ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
(κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ τοὺς πιπρασκομὲνους πυροὺς ἐν τῇ ἀγορᾷ καὶ τῶν ἄλλων σπερμάτων ἕκαστον διαμετρῶν καὶ ὁ τούτου τοῦ ἔργου μισθὸν λαμβάνων προμετρητὴς ἐκαλεῑτο».