προπρό

From LSJ
Revision as of 19:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπρό Medium diacritics: προπρό Low diacritics: προπρό Capitals: ΠΡΟΠΡΟ
Transliteration A: propró Transliteration B: propro Transliteration C: propro Beta Code: propro/

English (LSJ)

strengthd. for πρό, Prep. with gen.,

   A before, A.R.3.453.    II Adv. on and on, thoroughly, ib.1013,4.1235, Euph.94. More freq. in compds., v. infr.

German (Pape)

[Seite 741] das verstärkte πρό; als praepos. mit dem gen., An. Rh. 3, 453; – als adv., fort und fort, durchaus, Ap. Rh. 3, 1013; – häufiger in Zusammensetzungen. vgl. Schaef. ad D. Hal. de C. V. p. 188.

Greek (Liddell-Scott)

προπρό: κατ’ ἐπίτασιν ἀντὶ πρό, Πρόθ., μετὰ γεν., προπρὸ δ’ ἄρ’ ὀφθαλμῶν ἔτι οἱ ἰνδάλλετο πάντα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 453. ΙΙ. ὡς ἐπίρρ., ὁλοσχερῶς, ἐντελῶς, προπρὸ δ’ ἀφειδήσασα, ὅλως μὴ πολυπραγμονήσασα, αὐτόθι 1013., 4. 1235· πρβλ. Heyne εἰς Χ. 221. ― Συνηθέστερον ἐν συνθέτοις, ἴδε κατωτ.

Greek Monolingual

Α
1. ως πρόθεση) επιτεταμένος τ. του προ
2. (ως επίρρ.) ολοσχερώς, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πρό (πρβλ. περι-πρό)].