σκυλακευτικός
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for puppies, Ph.1.202.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠλᾰκευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς σκύλακας, Φίλων 1. 202.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκύλακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, -ακος «μικρός σκύλος» + κατάλ. -ευτικός, πιθ. κατ' επίδραση του ρ. σκυλακεύω.