στοχαστής

From LSJ
Revision as of 19:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοχαστής Medium diacritics: στοχαστής Low diacritics: στοχαστής Capitals: ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ
Transliteration A: stochastḗs Transliteration B: stochastēs Transliteration C: stochastis Beta Code: stoxasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A diviner, LXX Is.3.2; τῶν μελλόντων J.BJ4.4.6.    2 one who aims at, τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων, ἀλλ' οὐχὶ τῆς ἀκραιφνοῦς ἀληθείας Ph.1.10.

German (Pape)

[Seite 949] ὁ, der Zielende, Erzielende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στοχαστής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰκάζων, συμπεραίνων, μάντις, τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων Φίλων 1. 10· τῶν μελλόντων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 6.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ στοχάζομαι
νεοελλ.
σκεπτόμενος άνθρωπος, αυτός που εξετάζει προσεκτικά τα μεγάλα θέματα της ζωής και της ιστορίας, διανοητής
(μσν.-αρχ.)
1. αυτός που εικάζει, που προβλέπει κάτι, οξυδερκής (α. «στοχαστὴς τῶν μελλόντων», Ιώσ.
β. «τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων ἀλλ' οὐχὶ τῆς ἀκραιφνοῡς ἀληθείας στοχαστής», Φίλ.)
2. αυτός που αναζητεί και διακηρύσσει την αλήθεια («ἀρθῆναι ἀπ' αὐτῶν προφήτην καὶ στοχαστήν», Βασ.).