τρυγάνη

From LSJ
Revision as of 20:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρυγάνη Medium diacritics: τρυγάνη Low diacritics: τρυγάνη Capitals: ΤΡΥΓΑΝΗ
Transliteration A: trygánē Transliteration B: tryganē Transliteration C: trygani Beta Code: truga/nh

English (LSJ)

ἡ, =

   A tribula, expld. as τ. ἡ τὸν σῖτον ἀλοῶσα, Gloss. (post τρυτ-); cf. τυκάνη.

Greek Monolingual

ἡ, Α
όργανο κυλινδρικού σχήματος κατάλληλο για το αλώνισμα σιτηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τυκάνη, κατ' επίδραση του ρ. τρυγῶ (Ι), αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ.].