τυπογράφος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, or τῠπ-ον, τό,
A certified copy, -γράφου γαμικοῦ copy of marriage lines, Jahresh.18 Beibl.287 (Ephesus, i B. C.).
Greek Monolingual
ο / τυπογράφος, ΝΑ, και τυπογράφος, η, Ν, και τυπογράφον, τὸ, Α
νεοελλ.
1. τεχνίτης ή επαγγελματίας που ασχολείται με την τυπογραφία
2. (ειδικά) στοιχειοθέτης
(