φαρμακεργάτης

From LSJ
Revision as of 21:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκεργάτης Medium diacritics: φαρμακεργάτης Low diacritics: φαρμακεργάτης Capitals: ΦΑΡΜΑΚΕΡΓΑΤΗΣ
Transliteration A: pharmakergátēs Transliteration B: pharmakergatēs Transliteration C: farmakergatis Beta Code: farmakerga/ths

English (LSJ)

[γᾰ], ου, ὁ,

   A apothecary, Tz. H.8.918.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκεργάτης: -ου, ὁ, = φαρμακουργός, «φαρμακεργάτην κάλει... τὸν φάρμακα σκευάζοντα» Τζέτζ. Ἱστ. 8, 918.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ, και θηλ. φαρμακεργάτρια Ν
νεοελλ.
1. υπάλληλος φαρμακείου υπό την εποπτεία του φαρμακοποιού
2. εργάτης φαρμακοβιομηχανίας
μσν.
παρασκευαστής φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + ἐργάτης.