χαμαικλινής

From LSJ
Revision as of 21:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαικλῐνής Medium diacritics: χαμαικλινής Low diacritics: χαμαικλινής Capitals: ΧΑΜΑΙΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: chamaiklinḗs Transliteration B: chamaiklinēs Transliteration C: chamaiklinis Beta Code: xamaiklinh/s

English (LSJ)

ές,

   A lying on the ground, lying flat, κάλαμοι Megasth.13; creeping, καυλοί Dsc. 4.71.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαικλῐνής: -ές, ὁ χαμαὶ κλίνων, καλάμους μῆκος μὲν τριάκοντα ὀργυιῶν τοὺς ὀρθίους, τοὺς δὲ χαμαικλινεῖς πεντήκοντα Στράβ. 710.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που κλίνει προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. παλιγ-κλινής].