χαμαικλινής

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαικλῐνής Medium diacritics: χαμαικλινής Low diacritics: χαμαικλινής Capitals: ΧΑΜΑΙΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: chamaiklinḗs Transliteration B: chamaiklinēs Transliteration C: chamaiklinis Beta Code: xamaiklinh/s

English (LSJ)

χαμαικλινές, lying on the ground, lying flat, κάλαμοι Megasth.13; creeping, καυλοί Dsc. 4.71.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαικλῐνής: -ές, ὁ χαμαὶ κλίνων, καλάμους μῆκος μὲν τριάκοντα ὀργυιῶν τοὺς ὀρθίους, τοὺς δὲ χαμαικλινεῖς πεντήκοντα Στράβ. 710.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που κλίνει προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. παλιγκλινής].

German (Pape)

ές, auf der Erde liegend, niedrig, Strab. XV.