χολοδεκτικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, =
A irascibilis, Gloss.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
ευερέθιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος /χολή + δεκτικός (< δέχομαι), πρβλ. αἱματοδεκτικός.
Full diacritics: χολοδεκτικός | Medium diacritics: χολοδεκτικός | Low diacritics: χολοδεκτικός | Capitals: ΧΟΛΟΔΕΚΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: cholodektikós | Transliteration B: cholodektikos | Transliteration C: cholodektikos | Beta Code: xolodektiko/s |
ή, όν, =
A irascibilis, Gloss.
-ή, -όν, Α
ευερέθιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος /χολή + δεκτικός (< δέχομαι), πρβλ. αἱματοδεκτικός.