χειραγωγία

From LSJ
Revision as of 21:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρᾰγωγία Medium diacritics: χειραγωγία Low diacritics: χειραγωγία Capitals: ΧΕΙΡΑΓΩΓΙΑ
Transliteration A: cheiragōgía Transliteration B: cheiragōgia Transliteration C: cheiragogia Beta Code: xeiragwgi/a

English (LSJ)

ἡ, = foreg., BGU1768.11 (i B.C.), Longus 4.12, Sch.E.Or.883, Suid.: metaph., πρὸς τὴν χ. τῆς κράσεως in order to

   A induce mixture, Max.Tyr.15.4.

German (Pape)

[Seite 1344] ἡ, das Führen an der Hand, das Leiten, Suid. erkl. βοήθεια.

Greek (Liddell-Scott)

χειρᾰγωγία: ἡ, τὸ ἀπὸ τῆς χειρὸς ὁδηγεῖν, ἀνδρὸς οὐ παιδὸς πρὸς χειραγωγίαν δεόμενος Λόγγος 4. 12, Σουΐδ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χειραγωγός
χειραγώγηση, καθοδήγηση
μσν.
σωφρονισμός («θεῶν πρόνοια... τῷ ξύλῳ διδοῡσα χειραγωγίαν», Πρόδρ.)
μσν.-αρχ.
αρωγή, συνδρομή, βοήθεια (α. «ὁ θεὸς καὶ τὴν ἐκ τοῡ νόμου σοι χειραγωγίαν προσέθηκε», Βασ.
β. «ἀνδρός, οὐ παιδός, πρὸς χειραγωγίαν δεόμενος», Λογγ.).