Ληναϊκός
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ή, όν,
A of or belonging to the Λήναια, ἀγῶνες Posidipp. ap. Ath.7.414e; διδασκαλίαι Plu.2.839d; θέατρον Λ. Poll.4.121.
Greek (Liddell-Scott)
Ληναϊκός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὰ Λήναια, Ἀνθ. Π. Παράρτ. 68, Πλούτ. 2. 839D· θέατρον Λ. Πολυδ. Δ΄, 121.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les fêtes du pressoir.
Étymologie: Λήναια.
Greek Monotonic
Ληναϊκός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στα Λήναια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
Ληναϊκός: относящийся к Ленеям, разыгрываемый в праздник виноделия Plut., Anth.