εὐμετακόμιστος

From LSJ
Revision as of 10:39, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμετακόμιστος Medium diacritics: εὐμετακόμιστος Low diacritics: ευμετακόμιστος Capitals: ΕΥΜΕΤΑΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eumetakómistos Transliteration B: eumetakomistos Transliteration C: evmetakomistos Beta Code: eu)metako/mistos

English (LSJ)

ον,

   A ready to migrate, Sch.Th.1.2.    2 portable, Aët.1.39.

German (Pape)

[Seite 1080] leicht weg u. anderswohin zu bringen, leicht beweglich, πρὸς τὸ μετανίστασθαι Schol. Thuc. 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμετακόμιστος: -ον, εὐκόλως μετακομιζόμενος, ἀείποτε ἕτοιμος, πρός τι Κωνστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 36, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐμετακόμιστος, -ον)
1. αυτός που μετοικεί εύκολα, ο έτοιμος ή πρόχειρος για μετανάστευση
2. αυτός που μπορεί να τον μετακινήσει κάποιος εύκολα, ο φορητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-κομίζω.