πτέρνις
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ὁ, a kind of
A hawk, Arist.HA620a19.
German (Pape)
[Seite 808] ὁ, ein Raubvogel, Arist. H. A. 9, 36, v. l. πέρνης, u. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πτέρνις: ὁ, εἶδος ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 1.
Greek Monolingual
ὁ, Α
είδος γερακιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνα ή < πτερόν.
Russian (Dvoretsky)
πτέρνις: v. l. πτερνίς и πτέρνης, εως ὁ птернис (род хищной птицы) Arst.