ἀναπαλλοτρίωτος

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπαλλοτρίωτος Medium diacritics: ἀναπαλλοτρίωτος Low diacritics: αναπαλλοτρίωτος Capitals: ΑΝΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΤΟΣ
Transliteration A: anapallotríōtos Transliteration B: anapallotriōtos Transliteration C: anapallotriotos Beta Code: a)napallotri/wtos

English (LSJ)

ον,

   A inalienable, ἀγροί TAM261b15 (Lycia).

Spanish (DGE)

-ον
inalienable (ἀγροὺς) ἀ[ναπαλλο] τριώτους TAM 2.261b.15 (Licia) (prob. ἀ[νεξαλλο] τριώτους, cf. Hell.13.203).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναπαλλοτρίωτος, -ον) ἀπαλλοτριῶ
αυτός που δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί, ο ανεπίδεκτος απαλλοτριώσεως
νεοελλ.
αυτός που δεν απαλλοτριώθηκε, δεν περιήλθε στην κυριότητα άλλου (κυρίως του Δημοσίου).