ἀνεγκάλυπτος
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
ον,
A uncovered, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεγκάλυπτος: -ον, ὁ μὴ κεκαλυμμένος, μὴ κεκρυμμένος, Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -τως Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1696-7, ἔκδ. Μί.
Spanish (DGE)
-ον descubierto Hsch.