ἀντίταξις

Revision as of 12:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A a setting in array against, ἡ σφετέρα ἀ. τῶν τριήρων their ships ranged for battle, Th.7.17; ἀ. ποιεῖσθαι πρός τινα, = ἀντιτάσσεσθαι, Id.5.8, cf.Phld.Piet.12; contest, of bulls fighting, Hierocl. p.11A.    2 generally, opposition, D.H.10.57, Plu.2.663b, Andronic. Rhod.p.572M.

German (Pape)

[Seite 262] ἡ, Entgegenstellung eines Heeres, ἀντίταξιν ποιεῖοθαι πρός τινα Thuc. 5, 8; τῶν τριήρων 7, 17; übh. Widerstand, καὶ διαφορά Plut. Symp. 4, 1, 3 M.; ὑπέρ τινος D. Hal. 10, 57.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίταξις: -εως, ἡ, (ἀντιτάσσω) ἀντιπαράταξις, ἡ σφετέρα ἀντ. τῶν τριήρων Θουκ. 7. 17· ἀντ. ποιεῖσθαι πρός τινα = ἀντιτάσσεσθαι, ὁ αὐτ. 5. 8. 2) καθόλου, ἐναντίωσις, ἀντίστασις, Πλούτ. 2. 663Β, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de ranger en bataille contre;
2 résistance.
Étymologie: ἀντιτάσσω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 en cont. milit. alineación en contra πρὸς τὴν σφετέραν ἀντίταξιν τῶν τριήρων Th.7.17, πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Th.5.8, cf. Phld.Piet.p.79.19.
2 embestida de los toros, Hierocl.p.11
en gener. oposición, lucha πρὸς ἅπαν D.H.10.57, cf. Plu.2.663b, Ἔρις δὲ παρόρμησις εἰς ἀντίταξιν κακοποιητικήν Andronic.Rhod.p.572, πρὸς τὸν λόγον Plot.2.4.15
enfrentamiento πρὸς θάλπος καὶ χειμῶνα Philostr.Ep.29.

Greek Monolingual

ἀντίταξις, η (Α)
1. αντιπαράταξη
2. αντίθεση, αντίδραση.

Greek Monotonic

ἀντίταξις: -εως, ἡ (ἀντιτάσσω), αντιπαράταξη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίταξις: εως ἡ
1) построение (войска) к бою (ἀντίταξιν ποιεῖσθαι πρός τινα Thuc.);
2) сопротивление (ἀ. καὶ διαφορά Plut.).

Middle Liddell

ἀντιτάσσω
counter-array, Thuc.