ἀπηρτισμένως
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
Adv., (ἀπαρτίζω)
A adequately, completely, D.H.1.90; precisely, Procl.Hyp.4.80.
German (Pape)
[Seite 290] vollständig, vollkommen, Dion. Hal. 1, 90.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπηρτισμένως: ἐπίρρ. (ἀπαρτίζω), ὁλωσδιόλου, ἐντελῶς, οὔτε πεζὸν αὐτοτελῶς οὔτε ἔμμετρον ἀπηρτισμένως Διον. Ἁλ. 1. 90. κτλ.
Spanish (DGE)
adv. formado sobre el part. perf. pas. de ἀπαρτίζω q.u.
1 adecuadamente οὔτ' ἀ. Ἑλλάδα φθέγγονται D.H.1.90.
2 con precisión, exactamente καταμετρεῖσθαι Procl.Hyp.4.80.