ἀστρόμαντις
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
εως, ὁ,
A astrologer, Poll. 7.188, Jul.Or.4.131a.
German (Pape)
[Seite 378] ὁ, Sterndeuter, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρόμαντις: -εως, ὁ, ὁ διὰ τῶν ἀστέρων μαντευόμενος, προφητεύων, Πολυδ. Η΄, 188.
Spanish (DGE)
-εως, ὁ
astrólogo Poll.7.188, Iul.Or.11.130d, ref. al dios Harpócrates SIS 88.9 (Eretria III d.C.).