ἀσπαλιεύομαι
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
A angle, Suid.:—Act., fut. -εύσω, metaph. of a lover, Aristaen.1.17; ἀσπαλίσαι· ἁλιεῦσαι, σαγηνεῦσαι, AB183, may be f.l. for ἀσπαλιεῦσαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπᾰλιεύομαι: ἀποθ. ἁλιεύω, ψαρεύω, Σουΐδ. ― Παρὰ Σουΐδ. καὶ Ἡσυχ. ἀντὶ τοῦ οὐσιαστ. ἀσπαλία θὰ περίμενέ τις τύπος ἀσπαλιεία, ἡ, ἡ ἁλιεία. Ὁ Ἀρισταίν. 1. 17 ἔχει μέλλ. ἐνεργ. -ιεύσω: καὶ πιθαν. τὸ «ἀσπαλίσαι· ἁλιεῦσαι, σαγηνεῦσαι» ἐν Α. Β. 183, 14, ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀσπαλιεῦσαι. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει ὄνομα ἄσπαλος, ἰχθύς, «ἀσπάλους· τοὺς ἰχθύας Ἀθαμᾶνες».
Spanish (DGE)
• Morfología: [act. fut. -εύσω Aristaenet.1.17]
pescar c. caña o sedal, Sud.
•fig. de un enamorado, Aristaenet.l.c.
Greek Monolingual
ἀσπαλιεύομαι (Α) ασπαλιεύς
1. ψαρεύω
2. (για εραστή) πιάνω στο αγκίστρι μου, σαγηνεύω.