ἄθλαστος
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ον,
A which cannot be crushed or dinted, Arist.Mete.385a15, 386a18. 2 unbruised, of olives, Gp.9.29; ἄθλαστον, τό, of a food-stuff (?), PFay.333 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 46] nicht gequetscht, Arist. Meteor. 4, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθλαστος: -ον, ὁ μὴ θλώμενος, ὁ μὴ τεθλασμένος, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8. 5., 4, 9, 10.
Spanish (DGE)
-ον
1 no machacadode aceitunas Gp.9.29
•subst. τιμὴ ἀθλάστου precio de la aceituna sin machacar, PFay.333 (II d.C.).
2 que no puede recibir una huella o impresión, que no se puede abollar τὰ μὲν θλαστά, οἷον χαλκὸς καὶ κηρός, τὰ δ' ἄθλαστα, οἷον κέραμος καὶ ὕδωρ Arist.Mete.386a18, cf. 385a15, ἄτρωτα ... καὶ ἄθλαστα τὰ Ἡφαιστότευκτα Sch.Er.Il.20.266a, falsa etim. de ἄφλαστον Sch.A.R.1.1089a.
Russian (Dvoretsky)
ἄθλαστος: не растирающийся (в порошок), не хрупкий (φυσικὰ σώματα Arst.).