ἀποτραχηλίζω
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
A strangle, σχοινίοις Eun.Hist.p.272 D.
German (Pape)
[Seite 332] Sp., köpfen; σχοινίοις, erdrosseln.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτρᾰχηλίζω: ἀπάγχω, καὶ οἱ μὲν αὐτοὺς διέφθειραν, σχοινίοις ἀποτραχηλίζοντες Εὐνάπ. σ.104 Nieb.
Spanish (DGE)
estrangular αὐτοὺς διέφθειρον σχοινίοις ἀποτραχηλίζοντες Eun.Hist.75.