ἄογκος

From LSJ
Revision as of 13:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄογκος Medium diacritics: ἄογκος Low diacritics: άογκος Capitals: ΑΟΓΚΟΣ
Transliteration A: áonkos Transliteration B: aonkos Transliteration C: aogkos Beta Code: a)/ogkos

English (LSJ)

ον,

   A notbulky, attenuated, σῶμα ὡς ἀογκότατον Hp.Nat.Hom. 9.    2 immaterial, Syrian. in Metaph.143.22; without mass or bulk, Plot.6.1.26,6.4.5, Porph.Sent.27: Comp., Dam.Pr.372.

German (Pape)

[Seite 271] ohne Geschwulst; hager, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄογκος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄγκον, λεπτός, λελεπτυσμένος, ὡς ἀογκότατον Ἱππ. 229. 5.

Spanish (DGE)

-ον
1 delgado σῶμα ... ἔσται ἀογκότατον Hp.Nat.Hom.9.5.
2 inmaterial ὅσα δὲ φυσικὰ καὶ ῥέπει ταῖς ἐνεργείαις εἰς ὕλην, ταῦτα καίπερ ἄογκα καὶ ἀσώματα ὄντα Syrian.in Metaph.143.22
que no tiene volumen o masa τὸ ἔλαττον ... οὐδὲ παραθετέον ὄγκον πρὸς ἄογκον ἐν μετρήσει Plot.6.4.5, cf. Porph.Sent.27, Dam.Pr.372
τὸ ἄ. lo que carece de masa corpórea τὸ ἄ. καὶ τὸ ἕν Plot.6.1.26.

Greek Monolingual

ἄογκος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει μεγάλο όγκο, λεπτός
2. όποιος δεν έχει μάζα ή όγκο.