ἐκμαρτύριον

From LSJ
Revision as of 14:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμαρτῠριον Medium diacritics: ἐκμαρτύριον Low diacritics: εκμαρτύριον Capitals: ΕΚΜΑΡΤΥΡΙΟΝ
Transliteration A: ekmartýrion Transliteration B: ekmartyrion Transliteration C: ekmartyrion Beta Code: e)kmartu/rion

English (LSJ)

τό,

   A evidence, Anon. ap. Suid.; ἐν ἐκμαρτυριοις Just.Nov.90.2.    II official certificate, PMasp.87.21 (vi A.D.), BGU1094.16 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμαρτύριον: τό, μαρτυρικόν, Βυζ.

Spanish (DGE)

-ου, τό
jur.
1 testimonio δευτέρῳ ἐκμαρτυρίῳ χρήσασθαι Iambl.Fr.36.
2 prueba testifical Iust.Nou.90.2
testimoniales o documento preliminar presentado por la defensa antes de un juicio Φλ(άυιο)ς ... ἔκδικος ... ἐκδέδωκα τὸ ἐ. ὡς πρόκειται BGU 1094.16, cf. PMasp.87.21, 254, POxy.1882.15 (todos VI d.C.).

Greek Monolingual

το (AM ἐκμαρτύριον)
νεοελλ.
μαρτυρικό έγγραφο παραδεκτό μόνο ως τεκμήριο σε περιπτώσεις που επιτρέπεται να γίνονται δεκτά τεκμήρια
μσν.
μαρτυρική κατάθεση
αρχ.
πιστοποίηση που γίνεται δεκτή ως έγκυρη.