ἐμπέτασμα
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ατος, τό,
A curtain, Inscr.Perg.236, J.AJ15.11.3.
German (Pape)
[Seite 812] τό, Decke, Vorhang, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπέτασμα: τό, παραπέτασμα, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 3.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 en sg. o plu. cortina gener. doble, colgada de un dintel en puertas de acceso monumentales: en un teatro τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐ. IP 236 (heleníst.), en el templo de Jerusalén θύρας ... ποικίλοις ἐμπετάσμασι κεκόσμητο I.AI 15.394, cf. 12.318, TAM 5.502.5 (imper.).
2 prob. colgadura, tapiz colgante δοκοὺς ... ἐμπετάσμασι πυργωτοῖς κατειλημένας Callix.2 (p.166.10).
Greek Monolingual
το (AM ἐμπέτασμα)
παραπέτασμα
νεοελλ.
χαρτί για επικάλυψη της εσωτερικής επιφάνειας τοίχου, ταπετσαρία.