ἐκθέτης

From LSJ
Revision as of 14:47, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκθέτης Medium diacritics: ἐκθέτης Low diacritics: εκθέτης Capitals: ΕΚΘΕΤΗΣ
Transliteration A: ekthétēs Transliteration B: ekthetēs Transliteration C: ekthetis Beta Code: e)kqe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A balcony, Sm.3 Ki.6.4.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Grafía: graf. ἐχθ- PMich.680.22 (III/IV d.C.)
1 balcón o mirador θυρίδας καὶ ἐκθέτας ἐπισκέποντας Sm.3Re.6.4, cf. Hier.Ezech.12.41.1569, Gloss.2.128, 290.
2 cierta cesta, banasta o batea, PMich.l.c.
3 el que expone, el que presenta ὁ Ἐθνικῶν ἐ. el autor de los «Gentilicios» ref. a Esteban de Bizancio, Eust.304.27.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εκθέτις και εκθέτρια) (Α ἐκθέτης)
νεοελλ.
1. αυτός που συμμετέχει με εκθέματα σε εμπορική, καλλιτεχνική κ.λπ. έκθεση
2. μαθ. ο αριθμός που καθορίζει τη δύναμη στην οποία υψώνεται μια ποσότητα
αρχ.
εξώστης, μπαλκόνι.