ἐξάριθμος
From LSJ
οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A supernumerary, τῆς τάξεως Ascl. Tact.2.9.
Spanish (DGE)
-ον táct. supernumerario de soldados τῆς τάξεως ἐξάριθμοι Ascl.Tact.2.9.
Greek Monolingual
(I)
ἐξάριθμος, -ον (Α) αριθμός
υπεράριθμος («τῆς τάξεως ἐξάριθμοι ἦσαν», Ασκληπιόδ.).
(II)
ἑξάριθμος, -ον (AM) έξι
1. εξαπλός, εξαπλάσιος
(«ἀγῶνα... ἑξάριθμον», Πίνδ.)
2. επιτ. πολλαπλάσιος.