ἐπικουφισμός
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ὁ,
A relief, IGRom.4.1523.9 (Sardes); τῆς ὀχλήσεως Sor.2.38.
German (Pape)
[Seite 952] ὁ, Erleichterung, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικουφισμός: ὁ, ἀνακούφισις, Κλήμ. Ἀλ. 880, Συλλ. Ἐπιγρ. 3461. 9.
Greek Monolingual
ἐπικουφισμός, ὁ (Α) επικουφίζω
1. ελάφρυνση, ανακούφιση
2. επιγρ. ανακούφιση από τη φτώχεια με υλική βοήθεια.