Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Full diacritics: ἐχήνια | Medium diacritics: ἐχήνια | Low diacritics: εχήνια | Capitals: ΕΧΗΝΙΑ |
Transliteration A: echḗnia | Transliteration B: echēnia | Transliteration C: echinia | Beta Code: e)xh/nia |
τά,
A part of a bridle or bit, IG22.1388.74, 1464.13.
ἐχήνια: τά, μέρος χαλινοῦ, ἴσως τοπικός τις τύπος τοῦ ἐχῖνος (V), Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 23, ἴδε Böckh 1, σ. 237.
ἐχήνια, τὰ (Α)
επιγρ. μέρος του χαλινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχω + ηνία].