ἑρμίν
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
(Hdn.Gr.2.431) or ἑρμίς (Philem. 226), ῖνος, ὁ,=ἕρμα,
A bedpost, Od.8.278,23.198, Herod.3.16.
French (Bailly abrégé)
att. c. ἑρμίς.
Greek Monolingual
ἑρμίν, -ῑνος και ἑρμίς, -ῑνος, ο (Α)
έρμα το στήριγμα του κρεβατιού, το πόδι του κρεβατιού, το στρίποδο.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμίν: ῖνος ὁ Hom. = *ἐρμίς.