ἔκτρωσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A miscarriage, Arist.Pr.860a18 (pl.); ἐκτρώσει ἐν τόκῳ v.l.in Hp.Mul.2.122, cf.Sor.2.49.
German (Pape)
[Seite 784] ἡ, das zu früh Gebären, Hippocr.; Arist. probl. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτρωσις: -εως, ἡ, ἀποβολή, πρόωρος γέννησις, Ἀριστ. Προβλ. 1. 9, 2· ἐκτρώσει ἐν τόκῳ (κοινῶς ἐκτρώσῃ) Ἱππ. 644. 50, πρβλ. Σωρανὸν σ. 264 Dietz.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
aborto, parto prematuro ὁ τόκος ὁ ἐαρινὸς εἰς ἐκτρώσεις γίνεται Arist.Pr.860a18, c. gen. obj. ἔ. τῶν ἐμβρύων Gal.4.662, cf. 19.77, Sor.1.4.148, c. gen. subjet. ἔ. γυναικός ISmyrna 728.5 (II/III d.C.), cf. Heph.Astr.1.23.26, Vett.Val.187.22, ἔ. τῆς ἐμῆς γαμετῆς PWash.Univ.36.4 (V d.C.).
Russian (Dvoretsky)
ἔκτρωσις: εως ἡ pl. выкидыш Arst.