ἔνδιον
ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ → for a scorpion keeps watch at every stone
English (LSJ)
τό,
A place of sojourn in the open air, ἔνδια πέτρης, of a grotto, Opp.H.4.371; ἔνδιον εὐφροσύνης seat of joyousness, epith. of a winecask, AP11.63 (Maced.); ἔ. Ἁμαδρυάδων ib.9.668 (Marian.); σοὶ δὲ . . ἔνδιον ᾖ Πιτάνη IG5(1).730.14 (Sparta, ii A. D.).--Poet. word.
German (Pape)
[Seite 834] τό, der Aufenthalt, die Wohnung unter freiem Himmel, Eust., übh. Aufenthaltsort, Schlupfwinkel; πέτρης, von den Höhlen der Fische, Opp. Hal. 4, 371; ἔνδιον εὐφροσύνης, Wohnsitz der Freude, heißt das Weinfaß Macedon. 21 (XI, 63).
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδῐον: τό, τόπος διατριβῆς ἐν ὑπαίθρῳ, ἔνδια πέτρης, περὶ ἄντρου, Ὀππ. Ἁλ. 4. 371· λιπαρῆς ἔνδιον εὐφροσύνης, ἐπὶ ληνοῦ, Ἀνθ. Π. 11. 63· σοὶ δὲ ἔνδιον.. ᾖ Πιτάνη Ἑλλ. Ἐπιγράμ. 473. 6. Μόνον ποιητ.
Greek Monolingual
το
βλ. ένδιος.
Russian (Dvoretsky)
ἔνδῐον:
I τό досл. жилище, перен. местопребывание, источник (ἔ. εὐφροσύνης, sc. κρητήρ Anth.).
ἔνδῑον: II τό полдень Plut.