ένδιος
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
Greek Monolingual
ἔνδιος, -ον (Α)
1. μεσημεριάτικος («ἔνδιοι ἱκόμεσθ' ἱερόν ῥόον, Ἀλφειοῖο», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται στη διάρκεια της ημέρας
3. ο προερχόμενος από τον ουρανό («ὕδατος ἐνδίοιο»)
4. μετέωρος («κλῶνες... ἔνδιοι»)
5. φρ. «ἔνδιον ἦμαρ» — το μεσημέρι
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔνδιον
α) μεσημέρι
β) απόγευμα
γ) φωλιά
δ) έδρα («σοὶ δὲ ἔνδιον... Πιτάνη»)
ε) φρ. «λιπαρῆς ἔνδιον εὐφροσύνης» — ο ληνός.