ὑπόφυσις
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
εως, ἡ,
A attachment underneath, τένοντος Gal.UP2.6. 2 growth by way of substitution, θατέρου [φλοιοῦ] Thphr.HP4.15.1; καθ' ὑπόφυσιν αὔξονται [οἱ ὄνυχες], καθάπερ αἱ τρίχες Gal.2.337. 3 sucker, EM784.28, Phot.
German (Pape)
[Seite 1239] ἡ, Nachwuchs, Sprößling, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόφῠσις: -εως, ἡ, ἡ ὑποκάτωθεν αὔξησις, 1) ἐν τῇ ἀνατομικῇ, ἐξοχὴ ὀστῶν μικρά, Γαλην. τ. 4, σ. 132, 16, τ. 19, σ. 438, 2, ὁ αὐτ. 2, 337, 16. 2) βλαστός, παραφυάς, Λατ. stolo, «ὑποφύσεις, παραφυάδες» Ἐτυμ. Μέγ. 784, 28, Φώτ.
Greek Monolingual
-ύσεως, ἡ, ΜΑ
βλ. υπόφυση.