καταγορευτικός

From LSJ
Revision as of 18:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰγορευτικός Medium diacritics: καταγορευτικός Low diacritics: καταγορευτικός Capitals: ΚΑΤΑΓΟΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katagoreutikós Transliteration B: katagoreutikos Transliteration C: katagoreftikos Beta Code: katagoreutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A declaratory, definitive, D.L.7.70; περὶ τῶν κ., title of work by Chrysippus, ib.190.

German (Pape)

[Seite 1343] ή, όν, bestimmt aussprechend, mit Hindeutung auf einen bestimmten Gegenstand, von κατηγορικός unterschieden, D. L. 7, 70. 190.

Greek (Liddell-Scott)

καταγορευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀποφαινόμενος ὡρισμένως περί τινος πράγματος, ὁριστικός, Διογ. Λ. 7. 70· περὶ τῶν καταγορευτικῶν, σύγγραμμά τι τοῦ Χρυσίππου, αὐτόθι 190.

Greek Monolingual

καταγορευτικός, -ή, -όν (Α) καταγορεύω
1. αυτός που αποφαίνεται οριστικά για κάποιο πράγμα
2. φρ. «Περὶ τῶν καταγορευτικῶν» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰγορευτικός: филос. определительный Diog. L.