μεταποίησις
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
εως, ἡ,
A claiming, ἀρετῆς J.AJ3.2.4; τῶν διπλῶν IG14.1054; acquisition, Ph.2.419. II changing, alteration, Apollon. ap. Gal.12.653, Antyll. ap. Orib.7.7.7: also in Rhet., Hermog.Inv.4.3.
German (Pape)
[Seite 152] ἡ, Umarbeitung, Veränderung, bes. Erneuerung und Ausbesserung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταποίησις: ἡ, μεταβολή, τροποποίησις, μετασχηματισμός, Συλλ. Ἐπιγρ. 5906, Ἐκκλ., κτλ.