πηδητής

From LSJ
Revision as of 22:44, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηδητής Medium diacritics: πηδητής Low diacritics: πηδητής Capitals: ΠΗΔΗΤΗΣ
Transliteration A: pēdētḗs Transliteration B: pēdētēs Transliteration C: piditis Beta Code: phdhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A leaper, dancer, Ptol.Tetr.64.

German (Pape)

[Seite 609] ὁ, der Springer, Hüpfer, Tänzer (?).

Greek (Liddell-Scott)

πηδητής: -οῦ, ὁ, ὁ πηδῶν, χορευτής, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 93.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ πηδώ
αυτός που πηδά, που έχει την ικανότητα να πηδά
νεοελλ.
ζωολ.
νυκτόβιο σκιουρόμορφο τρωκτικό, με ισχυρά τα πίσω πόδια, που ζει σε αμμώδεις εκτάσεις της κεντρικής και της νότιας Αφρικής
αρχ.
χορευτής («ὀρχησταὶ καὶ πηδηταί», Πτολ.).