ποδηγέτης
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
ου, ὁ,
A leader, guide, Lyc.385, D.C.40.25(pl.).
German (Pape)
[Seite 643] ὁ, wie ποδηγός, Führer, Wegweiser, Anführer, Sp., wie D. Cass. 40, 25.
Greek (Liddell-Scott)
ποδηγέτης: -ου, ὁ, ὡς τὸ ποδηγός, ὁδηγός, Λυκόφρ. 385.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
αυτός που ποδηγετεί, που οδηγεί ή καθοδηγεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἡγέτης (πρβλ. αρχ-ηγέτης, ιππ-ηγέτης)].