τερπνότης
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A pleasantness, delight, LXX Ps.15(16).11(pl.), 26(27).4, Aristeas 307, Poll.3.97, Hsch. s.v. τέρψις.
German (Pape)
[Seite 1094] ητος, ἡ, Vergnügen, Annehmlichkeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τερπνότης: -ητος, ἡ, οὐσιαστ. ἀφῃρ. τοῦ τερπνός, τέρψις, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΕ΄, 11), Ἡσύχ. ἐν λέξ. τέρψις· «τέρψις· τερπνότης».