ἀπάρνησις
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
English (LSJ)
εως, ἡ,
A denial, renunciation, Ph.2.438.
German (Pape)
[Seite 280] ἡ, die Verweigerung, Phil.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάρνησις: -εως, ἡ, ἐντελὴς ἄρνησις, ἀποκήρυξις, Φίλων 2. 438.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
negativa, repudio ἀπαρνήσεις χρηματίζειν Ph.2.438 (var.), de la religión cristiana αἰσχύνη τῆς ἀπαρνήσεως An.Boiss.5.21.