ἁρπάγιμος
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
English (LSJ)
η, ον,
A ravished, stolen, Call.Cer.9, Fr.1.46P., AP11.290 (Pall.), Doroth.20.
German (Pape)
[Seite 358] geraubt, κώρα Δάματρος Callim. Cer. 9; ψυχή Pallad. 87 (XI, 290).
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπάγῐμος: -η, -ον, ὁ ἁρπασθείς, ἁρπαγίμας ὅκ’ ἄπυστα μετέστιχεν ἴχνια κώρας Καλλ. εἰς Δήμ. 9, Ἀνθ. Π. 11. 290.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
ravi, volé.
Étymologie: ἁρπάζω.
Spanish (DGE)
(ἁρπάγῐμος) -η, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
raptado, secuestrado ἁρπαγίμας ... μετέστιχεν ἴχνια κώρας Call.Cer.9, del alma conducida al Hades AP 11.290 (Pall.), cf. quizá Stesich.104.13S., Doroth.428.20, IMEG 86.6, 87.4 (II d.C.), IKios 89.
Greek Monotonic
ἁρπάγιμος: -η, -ον (ἁρπάζω), αυτός που έχει αρπαγεί, κλαπεί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁρπάγιμος: похищенный (ψυχή Anth.).