ἐξοικήσιμος
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
ον,
A habitable, inhabited, S. OC27.
German (Pape)
[Seite 885] bewohnbar, τόπος Soph. O. C. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοικήσιμος: -ον, κατοικήσιμος, Σοφ. Ο. Κ. 27.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
habitable.
Étymologie: ἐξοικέω.
Greek Monolingual
ἐξοικήσιμος, -ον (Α) εξοίκηση
κατοικήσιμος.
Greek Monotonic
ἐξοικήσιμος: -ον, κατοικήσιμος, κατοικημένος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοικήσιμος: обитаемый, населенный (τόπος Soph.).
Middle Liddell
ἐξοικήσιμος, ον [from ἐξοικέω
habitable, inhabited, Soph.